- ὁμοπληθής
- ὁμο-πληθής, ές, Math., of classes or seriesA containing the same number of individuals or terms, ὁ. εἴδη terms with the same coefficient, Dioph.IDef.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομοπληθής — ὁμοπληθής, ές (Α) 1. ίσος κατά το πλήθος, ισάριθμος 2. φρ. «ὁμοπληθῆ εἴδη» μαθημ. σειρές ή τάξεις που περιέχουν το ίδιο πλήθος μονάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ πληθής] … Dictionary of Greek
ὁμοπληθῆ — ὁμοπληθής containing the same number neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁμοπληθής containing the same number masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁμοπληθής containing the same number masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek